- ἐπέψαλλον
- ἐπί-ψάλλωpluckimperf ind act 3rd plἐπί-ψάλλωpluckimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιψάλλω — ἐπιψάλλω (AM) ψάλλω μετά ή στο τέλος («οἱ δὲ ἱερεῑς ἐπέψαλλον τοὺς ὕμνους», ΠΔ) αρχ. παθ. ἐπιψάλλομαι (για χορδή οργάνου) δονούμαι με το άγγιγμα … Dictionary of Greek